Η ελληνική προέλευση του χριστουγεννιάτικου δέντρου, της φάτνης και του Άι Βασίλη.
Η καθιέρωση των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Μέχρι τον 10ο μ.Χ. αιώνα, οπότε και καθορίστηκε η ημερομηνία εορτής των Χριστουγέννων, ήταν παράδοση να τελείται στις 25 Δεκεμβρίου κάθε χρόνου δημόσια εορτή προς τιμήν του θεού Ήλιου, ως κατάλοιπο της προχριστιανικής εποχής. Την γέννηση του Χριστού μέχρι τότε την εόρταζαν στις 6 Ιανουαρίου. Στο Βυζάντιο εκείνη την ημέρα, σε μια από τις αίθουσες ακρόασης του μεγάλου παλατιού, μπροστά σε συγκέντρωση επίσημων, ο αυτοκράτορας έδινε στους αξιωματούχους, που είχαν πρόσφατα ανακηρυχθεί ή προαχθεί, τα διπλώματά τους, τα διακριτικά τους και εγχάρακτες πλάκες από ελεφαντόδοντο όμοιες με εκείνες που σήμερα είναι γνωστές ως υπατικά δίπτυχα. Οι αξιωματούχοι προπαρασκευάζονταν για την τελετή αυτή με νηστεία από την προηγούμενη ημέρα, έπαιρναν δε τα διπλώματά τους από τον αυτοκράτορα γονατίζοντας μπροστά του.
Η Πρωτοχρονιά, σαν πρώτη ημέρα του έτους, ονομαζόταν kalendae από τους Ρωμαίους (και αργότερα από τους Βυζαντινούς). Η πρώτη Ιανουαρίου καθιερώθηκε σαν Πρωτοχρονιά μονάχα από τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. και συγκαταλέχθηκε μέσα στις πέντε επίσημες γιορτές των Ρωμαίων. Αρχικά το ρωμαϊκό έτος ξεκινούσε την πρώτη Μαρτίου και μόνο το 153 π.Χ. άρχισε να θεωρείται Πρωτοχρονιά η 7η Ιανουαρίου, όταν καθιερώθηκε, το έτος αυτό οι ανώτατοι άρχοντες του κράτους να αναλαμβάνουν ή να ανανεώνουν τα καθήκοντά τους την ημερομηνία αυτή. Η 1η Σεπτεμβρίου ορίστηκε σαν αρχή του θρησκευτικού έτους το 313 και διατηρήθηκε στην Εκκλησία μας αλλά και με κάποια σχετικά έθιμα σε πολλά μέρη της Ελλάδας, ιδιαίτερα στα Δωδεκάνησα.
Οι Βυζαντινοί πίστευαν, ότι όπως θα περνούσε κανείς την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, έτσι θα περνούσε και ολόκληρο τον χρόνο. Γι’ αυτό την ημέρα αυτή προσπαθούσαν να την περάσουν με όσο το δυνατόν πιο ευχάριστο τρόπο. Μάλιστα πολλοί, ακολουθώντας ένα πανάρχαιο έθιμο της Διονυσιακής λατρείας, μεταμφιέζονταν σε ζώα (καμήλες, τράγους, ελάφια) και γύριζαν στα σπίτια με πηδήματα, χορούς και τραγούδια. Όσους συναντούσαν τους πείραζαν με διάφορα αστεία. Το έθιμο αυτό εξακολουθεί να τελείται μέχρι και σήμερα σε πολλές περιοχές της χώρας μας, ιδίως στη Μακεδονία και τη Θράκη. Με την Πρωτοχρονιά ήταν από τότε συνδεδεμένες και πολλές προλήψεις. Την ημέρα αυτή τελούσαν το έθιμο του «ποδαρικού», απέφευγαν να πληρώνουν χρέη, να δανείζουν λεφτά, να δουλεύουν ή να δίνουν φωτιά. Από τα Βυζαντινά χρόνια τα παιδιά περίμεναν την Πρωτοχρονιά με λαχτάρα. Μετά την Θεία Λειτουργία, πήγαιναν στα σπίτια των πλουσίων και τραγουδούσαν τα κάλαντα, δηλαδή τα πρωτοχρονιάτικα τραγούδια (η λέξη προέρχεται από τη λατινική kalendae, από την οποία προέρχεται και η λέξη καλένδες), κρατώντας στα χέρια τους ένα μήλο ή ένα πορτοκάλι. Οι οικοδεσπότες κάρφωναν επάνω στο φρούτο ένα νόμισμα, τη «στρήνα» και τα παιδιά, για τον μποναμά που έπαιρναν, έδιναν ευχές και ένα φιλί.
Το στολισμένο δέντρο της αρχαιότητας
Η πρωταρχική ιδέα και το έθιμο του στολισμού ενός δέντρου κατά τα Χριστούγεννα δεν είναι ξενόφερτη, όπως θεωρούν πολλοί, λόγω άγνοιας. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε παρόμοιο έθιμο, μόνο που το δέντρο που στολιζόταν δεν ήταν έλατο, αλλά η Ειρεσιώνη.
Η Ειρεσιώνη (είρος = έριον, μαλλίον) ήταν ένας μεγάλος κλάδος αγριελιάς (κότινος), που τον στόλιζαν με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο καθώς και με τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, κ.λ.π.), που συνέλεγαν και αφού τους έδεναν με κλωστή, τους κρέμαγαν στα κλαδιά του. Αποτελούσε έκφραση ευχαριστίας για τη γονιμότητα του λήξαντος έτους και παράκληση συνέχισης της γονιμότητας και ευφορίας για τον επόμενο χρόνο. Η Ειρεσιώνη ήταν αφιερωμένη στην Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες (Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη). Κάθε χρόνο, στο διάστημα από 22 Σεπτεμβρίου έως 20 Οκτωβρίου, παιδιά των οποίων και οι δύο γονείς ζούσαν, περιέφεραν την Ειρεσιώνη στους δρόμους της πόλης των Αθηνών και άλλων πόλεων της αρχαίας Ελλάδας, τραγουδώντας κάλαντα από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας το φιλοδώρημά τους από τον νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά και όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε εκεί μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Άλλα παιδιά κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την θύρα του Ιερού του Απόλλωνος.
Πρόγονος λοιπόν, του Χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι η Ειρεσιώνη, που μεταδόθηκε σαν έθιμο του στολισμένου δέντρου στους βόρειους λαούς της Ευρώπης από τους Έλληνες ταξιδευτές ή ξένους που είχαν επισκεφθεί και ζήσει στην Ελλάδα. Οι λαοί αυτοί, ελλείψει ελαιοδένδρων στις χώρες τους, στόλιζαν κλαδιά από έλατα και άλλα δέντρα που ευδοκιμούσαν σε κάθε τόπο.
Το Βυζαντινό χριστουγεννιάτικο δέντρο
Το θρησκευτικό έθιμο του στολισμού δένδρου και μάλιστα ως μετεξέλιξη της αρχαίας Ελληνικής «Ειρεσιώνης», πέρασε αργότερα και στους Χριστιανούς, που το συνέδεσαν με την Χριστιανική παράδοση των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Βυζαντινών βίος και Πολιτισμός» ο Φαίδων Κουκουλές (1881-1956), τακτικός Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκός, στο Βυζάντιο κατά την εορτή των Χριστουγέννων «…κατά διαταγήν του επάρχου της (κάθε) πόλεως, ου μόνον καθαρισμός των οδών εγένετο, αλλά και στολισμός διαφόρων κατά διαστήματα στηνομένων στύλων με δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου και άνθη εποχής». Αξίζει να σημειωθεί, ότι ένα επίλεκτο Βασιλικό (Ιπποτικό) Τάγμα ιππικού της βυζαντινής ανακτορικής φρουράς, το οποίο – μεταξύ άλλων – συμμετείχε με τελετουργικό ρόλο σε επίσημες αυτοκρατορικές τελετές – μεταξύ των οποίων και της τελετής των Χριστουγέννων – ήταν εκείνο της «Εταιρείας», το οποίο αποτελούνταν από τρία τμήματα, τη «Μικρή», τη «Μεσαία» και την «Μεγάλη Εταιρεία».
Την «Μικρή Εταιρεία» την αποτελούσαν αλλόθρησκοι μισθοφόροι (π.χ. εθνικοί, ειδωλολάτρες, μουσουλμάνοι κλπ). Την «Μεσαία Εταιρεία» την αποτελούσαν αλλόδοξοι ή και αλλοεθνείς Χριστιανοί μισθοφόροι (π.χ. Σκανδιναβοί, Γερμανοί, Ρώσοι, Άγγλοι κλπ) και τη «Μεγάλη Εταιρεία» την αποτελούσαν «Ρωμαίοι», δηλαδή Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Ρωμιοί).
Πιο πιθανό είναι, επομένως, να ήταν και αλλοεθνείς/αλλογενείς μισθοφόροι Ιππότες της Μεσαίας Εταιρείας, εκείνοι που μεταλαμπάδευσαν το έθιμο της «Ειρεσιώνης» (το οποίο μετεξελίχθηκε στους βυζαντινούς στηνόμενους στύλους με δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου και ανθέων εποχής, που ήσαν οι πρόγονοι του σημερινού χριστουγεννιάτικου δέντρου) στις μακρινές εκχριστιανισμένες χώρες, από τις οποίες κατάγονταν.
Πάντως η ανάμνηση του βυζαντινού Χριστουγεννιάτικου στολισμού με στηνόμενους στύλους με δενδρολίβανα επιβίωσε στα Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα: «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου ΔΕΝΔΡΟΛΙΒΑΝΙΑ…»
Επειδή στις βόρειες χώρες της Ευρώπης δεν φύονται δενδρολίβανα, αλλά υπάρχουν σε αφθονία τα έλατα, το έλατο –τα κλαδιά του οποίου μοιάζουν πολύ με εκείνα του δενδρολίβανου- θα μπορούσε, ίσως, να ήταν τότε το πιο πρόσφορο υποκατάστατό του δεντρολίβανου σαν στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Ο στολισμός του δέντρου με κεράκια καθιερώθηκε αργότερα. Σύμφωνα με μία εκδοχή, αυτός καθιερώθηκε από τον Μαρτίνο Λούθηρο, ο οποίος, περπατώντας τη νύχτα στα δάση και βλέποντας τα χειμωνιάτικα αστέρια να λάμπουν μέσα στα κλαδιά των δέντρων, συνέλαβε την ιδέα της τοποθέτησης ενός φωτισμένου χριστουγεννιάτικου δέντρου στο σπίτι του, που θα απεικόνιζε τον έναστρο ουρανό απ’ όπου ο Χριστός ήρθε στον κόσμο. Έτσι το έθιμο του στολισμού ελάτων στη περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς διαδόθηκε ευρέως στη Δύση και παρέμεινε μέχρι τις ημέρες μας, τόσο στους Καθολικούς, όσο και στους Προτεστάντες.
Η επιστροφή του εθίμου στην Ελλάδα
Από την Δύση το έθιμο αυτό επέστρεψε και πάλι στη πατρίδα μας, σαν χριστουγεννιάτικο έλατο, αφού κατά την Ενετοκρατία και την Τουρκοκρατία είχε λησμονηθεί και εκλείψει σε πολλά μέρη το έθιμο του στολισμένου δενδρολίβανου.
Λέγεται, πως μετά την Επανάσταση του 1821 και την σύσταση του Νεοελληνικού Κράτους οι Βαυαροί έφεραν το έθιμο του στολισμού του χριστουγεννιάτικου ελάτου στην Ελλάδα και πως για πρώτη φορά στολίστηκε χριστουγεννιάτικο δέντρο στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833. Από τότε καθιερώθηκε σταδιακά σε όλη την Ελλάδα.
Εκτός από το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου επικράτησε στις παραθαλάσσιες περιοχές του τόπου μας από τα βυζαντινά χρόνια και ο στολισμός του χριστουγεννιάτικου καραβιού. Τα παιδιά των νησιών των Κυκλάδων και ολόκληρου του Αιγαίου, όπως και πολλών παραθαλάσσιων περιοχών της χώρας μας, κατασκεύαζαν με χαρτί και ξύλο ένα ομοίωμα καραβιού, το στόλιζαν με χρωματιστά χαρτιά και σχοινιά και με αυτό γυρνούσαν στα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα. Στο καραβάκι αυτό τα παιδιά φύλαγαν τα γλυκίσματα και τα χριστόψωμα, που έπαιρναν ως φίλεμα από τους νοικοκύρηδες, αφού τους είχαν τραγουδήσει τα κάλαντα. Συνυφασμένο με αποχωρισμούς και δυσάρεστες αναμνήσεις, όπως επισημαίνει ο Καθηγητής τής Λαογραφίας Δημήτριος Λουκάτος στο βιβλίο του «Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών», αλλά και ως τάμα των ναυτικών σε στιγμές κινδύνου στη θάλασσα, το καράβι δεν θα μπορούσε να συμβολίσει οικογενειακές συνεστιάσεις θαλπωρής, με παρόντα όλα τα μέλη της οικογένειας, ή να τονώσει το οικογενειακό αίσθημα. Για τον λόγο αυτόν, το καράβι σπάνια αποτέλεσε στοιχείο διακόσμησης των ελληνικών σπιτιών τα Χριστούγεννα.
Τα έθιμα της φάτνης, των καλανδιστών και του Άη Βασίλη
Πρέπει επίσης να αναφερθεί, ότι και η φάτνη, η οποία τοποθετείται στην βάση του Χριστουγεννιάτικου δέντρου, αποτελεί επίσης ελληνικό έθιμο από την εποχή του Βυζαντίου. Στο βιβλίο του ο Φαίδων Κουκουλές αναφέρει ότι «οι Βυζαντινοί κατά την ημέραν των Χριστουγέννων…εσχημάτιζον σπήλαιον και εν αυτώ ετοποθέτουν στρωμνήν, εφ’ ής ετοποθέτουν παίδα, τον Ιησούν παριστάνοντα…».
Τονίζει, επίσης, ότι ελληνικό έθιμο από την βυζαντινή εποχή ήταν και τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα και γράφει :«…Οι Βυζαντινόπαιδες, περιερχόμενοι τας οικίας, από βαθείας πρωίας μέχρι δείλης οψίας, μετά αυλών και συρίγγων έλεγον τα κάλανδα…»
Περί των καλανδιστών κατά τα Χριστούγεννα κατά τον 12ο αιώνα, μαρτυρεί και ο βυζαντινός λόγιος του 12ου αιώνα Ιωάννης. Τζέτζης, που αναφέρει χαρακτηριστικά:
«…Και όσοι κατ’ αρχίμηνον την Ιανουαρίου και τη Χριστού γεννήσει δε και Φώτων ημέρα, οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες μετά ωδών και επωδών και λόγους εγκωμίων…».
Όμως, ελληνική προέλευση έχει και το έθιμο του Άη Βασίλη, που πέρασε σε όλες τις χώρες της Δύσης -πιθανόν λόγω σύγχυσης- εντελώς αλλοιωμένο, σαν έθιμο του Santa Claus, ή του Sintιer Klaas, ή του Saint Nick, ή του Father Christmas κλπ.(δηλαδή του Αγίου Νικολάου, Επισκόπου Μύρων της Λυκίας, ο οποίος για εμάς είναι ο προστάτης Άγιος των ναυτικών και δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να ταυτίζεται με τον Άγιο Βασίλειο).
Ο δυτικός αυτός «τύπος» Άη Βασίλη, από κάθε άποψη, δεν έχει ουδεμία ομοιότητα με τον γνήσιο Άγιο Βασίλειο -ούτε και με τον Άγιο Νικόλαο- και σαν έθιμο δεν βασίζεται στα πραγματικά ιστορικά και λαογραφικά δεδομένα, αλλά στις ιδιαίτερες θρησκευτικές και λαογραφικές παραδόσεις και τους μύθους των διαφόρων λαών, που το προσάρμοσαν στη δική τους κουλτούρα. Δυστυχώς, όμως, και εμείς οι Νεοέλληνες υιοθετήσαμε τον δυτικό αυτόν “τύπο” Άη-Βασίλη, αφού εξοβελίσαμε πολλά στοιχεία από το δικό μας γνήσιο και πρωταρχικό έθιμο του Αγίου Βασιλείου.
Ο καθηγητής Δημήτριος Λουκάτος, γράφει μεταξύ άλλων:
«Ο δικός μας Άγιος Βασίλης ήταν καθαρά ένας πρωτοχρονιάτικος Άγιος, κάτι ανάμεσα στον πραγματικό Ιεράρχη της Καισαρείας και σε ένα πρόσωπο συμβολικό του Ελληνισμού, που ξεκινούσε από τα βάθη της ελληνικής Ασίας και έφτανε την ίδια ημέρα σε όλα τα πλάτη, από τον Πόντο (σ.σ. την ιδιαίτερη πατρίδα του, αφού είχε γεννηθεί το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου) ως την Επτάνησο και από την Ήπειρο ως την Κύπρο…Εκείνο που έφερνε στους ανθρώπους ήταν περισσότερο συμβολικό: Η καλή τύχη και η ιερατική ευλογία του.
Ο Άη Βασίλης στην δική μας βυζαντινή παράδοση ήταν γελαστός, ντυμένος σαν βυζαντινός πεζοπόρος με σκουφί…και στο χέρι του κρατούσε ένα ραβδί…Το μαγικό ραβδί του, από όπου με θαυμαστό τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες, σύμβολα των αντίστοιχων δώρων, που θα μπορούσε να μοιράσει στους ευνοούμενούς του….Οι άνθρωποι λες και ζητούσαν την ευλογία του, με το να μοιράζουν από δική τους πρόθεση δώρα και λεφτά…Γονείς και συγγενείς έδιναν στα παιδιά τους μποναμάδες ή αντάλλαζαν και μεταξύ τους δώρα..»
Σαν ιστορικό πρόσωπο, ο Άγιος Βασίλειος, που υπήρξε ένας από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας (ένας από τους τρείς μεγάλους Ιεράρχες της Εκκλησίας, για αυτό και ονομάστηκε Μέγας Βασίλειος), διετέλεσε Επίσκοπος Καισαρείας και Έξαρχος της Αρχιεπισκοπής του Πόντου. Εκτός από τον υποδειγματικό χριστιανικό του βίο και το πλούσιο φιλανθρωπικό του έργο (στο οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, οφείλεται και η καθιέρωση του γνωστού εθίμου της πρωτοχρονιάτικης Βασιλόπιτας), είχε τεράστια παιδεία και μόρφωση, καθώς είχε σπουδάσει φιλοσοφία στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη και υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους συνδετικούς κρίκους της αρχαίας φιλοσοφίας με τον Χριστιανισμό.
Γράφει ο Ευθύμιος Χατζηϊωάννου.
Πηγή: elliniki-gnomi.eu