της Ρούλας Γιατρά
Σχεδόν καθημερινά αντιμετωπίζουμε φαινόμενα βίας. Τα βλέπουμε, τα ακούμε, τα βιώνουμε, τα διαβάζουμε. Βία είναι κάθε συμπεριφορά που έχει ως σκοπό τον εξαναγκασμό και την κυριαρχία ενός ατόμου. Η βία επιβάλλεται και σκοπεύει να κυριαρχήσει στο άτομο στη στάση και τη συμπεριφορά του.
Η βία μπορεί να είναι σωματική, ψυχολογική, συναισθηματική, σεξουαλική ή/και οικονομική. Η κοινωνία παράγει και αναπαράγει τη βία. Η κοινωνία νοσεί. Όλο και συχνότερα τα περιστατικά βίας πραγματοποιούνται από ανήλικα παιδιά.
Τα παιδιά από την προεφηβική αλλά και εφηβική ηλικία έχουν τη τάση να τεντώνουν (δοκιμάζουν) τα όρια των ενηλίκων. Προκαλούν, προσπαθούν να τα σπάσουν, να οδηγήσουν τον ενήλικα στη τρέλα. Επιθυμούν να δοκιμάζουν, να κάνουν τα πάντα. Δεν υπάρχει όριο, φρένο.
Ο ενήλικας οφείλει να αναλαμβάνει αυτό το ρόλο του φρένου με τη παρουσία του, τη στάση ζωής του, το στιβαρό του λόγο, τον τρόπο που άγεται και φέρεται, τη συμπεριφορά του τόσο με τον ίδιο του τον εαυτό αλλά και με τις διαπροσωπικές του σχέσεις, με τη θέση του στην οικογένεια, αλλά και την κοινωνία. Ο ενήλικας πρέπει να δηλώνει πάντα παρόν και να είναι ενεργός. Χρειάζεται αδιάλειπτα και σταθερά να είναι δίπλα στο παιδί να μιλάει να επικοινωνεί και κυρίως να ακούει το παιδί. Ο ενήλικας τις περισσότερες φορές έχει τη τάση να μιλάει και όχι να ακούει.
Ένα παιδί χρειάζεται το όριο, έχει ανάγκη τον περιορισμό έχει ανάγκη τη συνέπεια απέναντι σε μια πράξη του που δεν είναι σωστή, ώστε να καταλάβει ότι τίποτα στη ζωή μας δεν μένει «ατιμώρητο», αλλά πάντα και μόνο με τη μορφή της συνέπειας. Όταν αυτό δεν συμβαίνει το παιδί διαλύεται, νιώθει και βιώνει την έλλειψη του ενήλικα, δεν έχει ένα πρόσωπο αναφοράς, έναν άνθρωπο, το γονέα του, που να μπορέσει να εμπεριέξει όλες τις διεγέρσεις και τα άγχη του.
Ο γονέας μπορεί να δηλώνει παρόν, αλλά να είναι συναισθηματικά απών και ανήμπορος να απορροφήσει τους ψυχικούς κραδασμούς του παιδιού, να μην συμμετέχει στη ζωή του, να μην κινητοποιεί το ενδιαφέρον του παιδιού να προσελκύσει τον γονέα του ή να μην είναι διαθέσιμος και να μην έχει την επιθυμία να ασχοληθεί με το παιδί, όσο και αν δηλώνει ότι για κείνον το παιδί είναι η ζωή του. Ο γονέας πρέπει να είναι γονέας, όχι κατ΄ ευφημισμό γονέας.
Πολλές φορές, ως αποτέλεσμα αυτής της έλλειψης δημιουργείται η ανάγκη του παιδιού να βρει ένα πλαίσιο και να νιώσει αποδεκτός, να αναγνωριστεί η ταυτότητά του. Ο ανήλικος βιώνει τη μοναξιά και νιώθει ευάλωτος. Πολύ εύκολα θα προσκολληθεί και θα μυηθεί στα άδυτα μιας ομάδας, μιας υποκουλτούρας. Τυφλά, χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση θα προσαρμοστεί στη νέα συμπεριφορά των συνομηλίκων του, αφού η ανάγκη του να προσχωρήσει κάπου και να βιώσει το συναίσθημα του «ανήκειν» είναι πολύ δυνατή και αδιαπραγμάτευτη.
Ενίοτε οι ομάδες αυτές γίνονται παραβατικές. Καμιά φορά η ομάδα αυτή αναλαμβάνει να παίξει το ρόλο της οικογένειας. Ο ανήλικος αρέσκεται, διότι βρίσκει στην ομάδα αυτή αυτά που του λείπουν από την οικογένειά του, την αποδοχή, τη συναισθηματική κάλυψη, την ασφάλεια, ενίοτε και την οικονομική στήριξη. Οι νέοι σ΄ αυτές τις ομάδες καταναλώνουν μεγαλύτερες ποσότητες αλκοόλ, ναρκωτικών ουσιών και χασίς όπως επίσης και τσιγάρου απ΄ ότι οι συνομήλικοι τους.
Ο αρχηγός της ομάδας παίρνει τον ρόλο του πατέρα, του προστάτη των μελών της ομάδας. Με το φόβο και το σεβασμό που αποπνέει, οδηγεί τους υπόλοιπους της ομάδας σε πράξεις βίας έναντι άλλων ανηλίκων, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική, και συναισθηματική βία. Οι ανήλικοι αυτοί προέρχονται από βίαια οικογενειακά και κοινωνικά περιβάλλοντα και πολλές φορές έχουν υποστεί οι ίδιοι βία, είτε στο στενό οικογενειακό περιβάλλον τους, είτε στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, είτε έχουν γίνει μάρτυρες βίαιων περιστατικών στον οικογένεια ή στην κοινωνία.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι τα παιδιά δεν γεννιούνται βίαια, αλλά γίνονται στη πορεία. Τα δυσλειτουργικά πλαίσια κυρίως το οικογενειακό που αποτελεί τον πυλώνα ανάπτυξης και εξέλιξης κάθε ανθρώπου, το σχολικό στη συνέχεια και το κοινωνικό αργότερα παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας κάθε παιδιού και μετέπειτα ενήλικα.
Τα παιδιά έχουν ανάγκη την αγάπη το ενδιαφέρον και την προσοχή του γονέα ή του προσώπου αναφοράς, πάντα σε λογικά πλαίσια, όσο κι αν μερικές φορές «κλωτσούν» δείχνοντας ότι ασφυκτιούν από την παρουσία τους. Αποτελεί κι αυτό μέρος της «επανάστασής» τους.
Οι γονείς εάν αντιληφθούν οποιαδήποτε αλλαγή στην εικόνα, στάση, συμπεριφορά, κίνηση των παιδιών τους θα πρέπει να ζητούν άμεσα βοήθεια ή μια συμβουλευτική παρέμβαση προκειμένου να εμποδίσουν ή/και να προλάβουν μια δύσκολη κατάσταση που μερικές φορές μπορεί να γίνει και μη αναστρέψιμη.