Κάποιοι από αυτούς που έχουν αντιληφθεί την δαιμονοποίηση και πολιτική εργαλειοποίηση της ίωσης του κορονοιού έχουν την υποψία, ή και τη βεβαιότητα, ότι η υπόθεση της λεγόμενης «κλιματικής αλλαγής» κρύβει παρόμοια χαρακτηριστικά. Αλλά και από την πλευρά των απολογητών της δικτατορίας γίνεται μια παρόμοια σύγκριση, με σκοπό βέβαια το ακριβώς αντίθετο: να αμαυρώσουν όσους αντιτίθενται στη δικτατορία, χαρακτηρίζοντάς τους λ.χ. με τον όρο «αρνητές» (του ιού και της κλιματικής αλλαγής). Το κείμενο αυτό προσπαθεί να απαντήσει το ερώτημα αν η «κλιματική αλλαγή» έχει πραγματική βάση και ποια σχέση μπορεί να υπάρχει με τη δικτατορία του κορονοιού. Το πρώτο ερώτημα λοιπόν που θα πρέπει να εξεταστεί είναι:
Υπάρχει πρόβλημα με το κλίμα;
Η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη και οι πάγοι που λιώνουν σε όλο τον κόσμο είναι κάτι που δύσκολα μπορεί κάποιος σχετικός με το κλίμα επιστήμονας να αρνηθεί.. Παρόλο που σήμερα οι περισσότεροι από αυτούς τους επιστήμονες είναι πλέον πεπεισμένοι ότι αυτό οφείλεται σε ανθρωπογενή επίδραση, υπάρχει όμως μια μικρή μερίδα αμφιβάλλει. Οι επιστήμονες αυτοί μπορούν , όπως άλλωστε επιβάλουν οι αρχές της ελευθερίας του λόγου και της ακαδημαϊκής ελευθερίας, να εκφράζουν τις απόψεις τους, αν και αποκλίνουσες από την πλειονότητα, χωρίς να υφίστανται τον εκφοβισμό, τις παρενοχλήσεις ή και τις διώξεις ακόμα όσων γιατρών τολμούν να αμφισβητήσουν την εκδοχή της δικτατορίας. Αυτή είναι μια πρώτη διαφορά που δείχνει ότι η αναλογία ανάμεσα στην απάτη του Covid19 και την «κλιματική αλλαγή» δεν είναι απόλυτη.
Ο λόγος για τον περιορισμένο αριθμό όσων αμφισβητούν την ανθρωπογενή επίδραση στο κλίμα είναι ότι τα επιχειρήματά τους δεν είναι πειστικά. Οι περισσότεροι μάλιστα από αυτούς δεν έχουν μεγάλη (ή και καθόλου) εξειδίκευση στο θέμα του κλίματος και για κάποιους από αυτούς έχει διατυπωθεί και η κατηγορία ότι σχετίζονται με επενδεδυμένα συμφέροντα (λ.χ. πετρελαϊκές εταιρείες).
Ένα πρώτο επιχείρημα που φέρνουν είναι ότι το κλίμα διαρκώς μεταβάλλεται και έχει υποστεί πολύ μεγάλες μεταβολές κατά τη διάρκεια των εκατομμυρίων ετών που υπάρχει η γη. Αυτό είναι αλήθεια, και οφείλεται στις αλλαγές της τροχιάς της γης και της ηλιακής και την ηφαιστειακής δραστηριότητας. Το τελευταίο όμως εκατομμύριο χρόνια το κλίμα της γης δεν έχει υποστεί μεγάλες μεταβολές, πέρα από τις περιοδικές μεταβολές της τροχιάς της γης γύρω από τον ήλιο , και το διοξείδιο του άνθρακα της ατμόσφαιρας, που είναι στενά συνδεδεμένο με το κλίμα δεν έχει μεταβληθεί όσο μετά τη βιομηχανική επανάσταση, τους 2 τελευταίους αιώνες, οπότε έχει σημειώσει ξαφνική και σημαντική μεταβολή.
Ένα άλλο επιχείρημα που φέρνουν είναι ότι διοξείδιο του άνθρακα και μεθάνιο εκλύεται και από φυσικές διαδικασίες και αυτό που εκλύεται από τις ανθρωπογενείς καύσεις είναι μικρό μόνο ποσοστό του συνόλου (4% έως 10%). Το μικρό όμως αυτό ποσοστό, επειδή εκλύεται διαρκώς, κάθε χρόνο, φτάνει κάποιο σημείο που μπορεί να διαταράξει τη λεπτή ισορροπία που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στην έκλυση του άνθρακα στην ατμόσφαιρα και την απορρόφησή του στο έδαφος. Και το χειρότερο είναι ότι το ποσοστό αυτό κάθε χρόνο αυξάνεται και μάλιστα με εκθετικούς ρυθμούς.
Έχει αμφισβητηθεί και η σχέση της συγκέντρωσης του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα με τη θερμοκρασία της γης, ωστόσο η ύπαρξη αυτής της σχέσης έχει επιβεβαιωθεί από μετρήσεις πετρωμάτων και πυρήνων πάγου για διάστημα χιλιάδων ή εκατομμυρίων ετών, και δεν έχει σχέση με χρονικές υστερήσεις που μπορεί να υπάρχουν σε διάστημα λίγων δεκάδων ετών ανάμεσα στην αύξηση των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την αύξηση της θερμοκρασίας.
Τέλος επισημαίνουν οι επιστήμονες αυτοί αδυναμίες και ανακρίβειες στα μαθηματικά μοντέλα που προβλέπουν την εξέλιξη του κλίματος. Αυτό όμως δεν θα πρέπει να είναι λόγος εφησυχασμού, αλλά μεγαλύτερης ανησυχίας, γιατί όπως μπορεί να έχουν πέσει έξω στις προβλέψεις τους και να παρουσιάζουν υπερβολικά απαισιόδοξα αποτελέσματα, υπάρχει η πιθανότητα να αποδειχτούν τελικά υπερβολικά αισιόδοξα, Δεν έχει τόση σημασία αν η αύξηση στη στάθμη της θάλασσας στο τέλος του αιώνα φτάσει τα 40 εκατοστά ή τα 4 μέτρα, το σημαντικότερο είναι ότι πλέον η επίδραση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο κλίμα και το περιβάλλον δεν έχει επίδραση μόνο σε τοπική κλίμακα, όπως συνέβαινε μέχρι πριν από 2 αιώνες, αλλά έχει φτάσει πλέον να επιδρά σε όλο τον πλανήτη. Και το κυριότερο είναι ότι η επίδραση αυτή είναι αυξανόμενη και μάλιστα συχνά με εκθετικούς ρυθμούς (ένα ποσοστό αύξησης κάθε χρόνο). Η διαρκής αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, αν συνεχιστεί, θα οδηγήσει κάποτε, μετά από λίγους αιώνες, στις απαισιόδοξες προβλέψεις που απορρίπτουν όσοι αμφιβάλλουν για την ακρίβεια των μαθηματικών εργαλείων που χρησιμοποιεί η πλειονότητα των ειδικών.
Θα πρέπει επομένως να αποδεχτούμε ότι υπάρχει πρόβλημα με το κλίμα και η ευημερία μας είναι στηριγμένη σε σαθρά θεμέλια. Η ανθρωπογενής επίδραση στο κλίμα έχει ήδη διαπιστωθεί στην περίπτωση της καταστροφής του στρώματος του ατμοσφαιρικού όζοντος, που δεν φαίνεται να αμφισβητείται, ούτε και από τους επιστήμονες αυτούς. Η διεθνής συνεργασία στην περίπτωση αυτή (πρωτόκολλο του Μόντρεαλ) ήταν αρκετά πετυχημένη και η τάση για καταστροφή του όζοντος έχει ήδη αναστραφεί. Η αύξηση όμως της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας απαιτεί βαθύτερες αλλαγές, γιατί προκαλείται από πολύ μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπινων οικονομικών δραστηριοτήτων.
Στην πραγματικότητα η “κλιματική αλλαγή” (που είναι ένας ευφημισμός για την ανθρωπογενή καταστροφή του κλίματος) είναι μία μόνο εκδήλωση μιας βαθύτερης περιβαλλοντικής κρίσης. Γιατί δεν είναι μόνο οι πάγοι της αρκτικής και οι παγετώνες που λιώνουν, αλλά και η μαζική εξαφάνιση ειδών, τα μικροπλαστικά που έχουν φτάσει στις πιο απομονωμένες περιοχές του πλανήτη και μέσω της τροφικής αλυσίδας φτάνουν στο πιάτο μας, η εξάντληση των πρώτων υλών (το πετρέλαιο λ.χ. που υπάρχει πλέον εξορύσσεται από όλο και βαθύτερα κοιτάσματα και με όλο και μεγαλύτερο ενεργειακό κόστος) και πολλά άλλα που είναι εκδηλώσεις αυτής της περιβαλλοντικής κρίσης. Συνεχίζοντας με τον ίδιο τρόπο μεσομακροπρόθεσμα οδηγούμαστε με βεβαιότητα σε αδιέξοδο. Κάτι πρέπει να αλλάξουμε, κάτι πρέπει να κάνουμε διαφορετικά. Το επόμενο ερώτημα που ανακύπτει επομένως είναι:
Μπορεί το πρόβλημα να αντιμετωπιστεί με τον τρόπο που μας λένε;
Αυτό που μας λένε είναι, με λίγα λόγια, ότι θα εξηλεκτρίσουμε κάθε ενεργειακή κατανάλωση και θα χρησιμοποιούμε πλέον μόνο ηλεκτρική ενέργεια που θα παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας: υδροηλεκτρική, φωτοβολταϊκά, ανεμογεννήτριες, ενέργεια κυμάτων, βιοκαύσιμα ή γεωθερμία. Και κατά τα άλλα θα συνεχίσουμε όπως σήμερα.
Το πρόβλημα όμως με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι ότι δεν είναι εύκολα κλιμακώσιμες και βρισκόμαστε απέναντι σε μία αυξανόμενη ζήτηση ενέργειας. Αν θέλουμε να διπλασιάσουμε την παραγωγή πετρελαίου μπορούμε να κάνουμε μια ακόμα γεώτρηση και να διπλασιάσουμε το ρυθμό άντλησης του κοιτάσματος. Για να διπλασιάσουμε όμως την παραγωγή από φωτοβολταϊκά λ.χ. πρέπει να διπλασιάσουμε την έκτασή τους. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δηλαδή χρειάζονται εδαφικές εκτάσεις (και μάλιστα κατάλληλες) και αυτό δεν είναι εύκολο, γιατί οι διαθέσιμες εκτάσεις της γης είναι περιορισμένες. Άλλωστε η περιβαλλοντική κρίση σε ένα μεγάλο βαθμό (το μεγαλύτερο ίσως) συνίσταται ακριβώς στο ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα έχει επεκταθεί σε σημείο που δεν έχουν μείνει πλέον επαρκής χώρος, όπου η φύση μπορεί να επιτελέσει τις λειτουργίες της.
Επιπλέον, επειδή η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές δεν μπορεί να προγραμματιστεί, γιατί εξαρτάται από φυσικές διαδικασίες (πότε θα έχει ήλιο, πότε θα φυσήξει αέρας, πότε θα βρέξει κλπ) και οι περισσότερες είναι διαλείπουσας λειτουργίας, δημιουργείται ετεροχρονισμός ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση και ανάγκη για αποθήκευση της ενέργειας. Η σχετική τεχνολογία δεν είναι ακόμα ώριμη από οικονομική άποψη και οι ανάγκες αυτές δημιουργούν πρόσθετες δαπάνες και περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις (λ.χ. εξόρυξη λιθίου για μπαταρίες).
Ο μεγάλος κίνδυνος που δημιουργείται από το να μην μπορέσουν οι ανανεώσιμες πηγές να ικανοποιήσουν την διαρκώς αυξανόμενη ενεργειακή ζήτηση, είναι να υπάρξει στροφή προς την πυρηνική ενέργεια. Ήδη έχει αρχίσει το πρασινοξέπλυμα (greenwashing) της πυρηνικής ενέργειας και η ΕΕ την έχει αναγνωρίσει ως μεταβατική πηγή ενέργειας υποψήφια για επιδότηση (προσωρινά! – μέχρι να αναπτυχθούν αρκετά οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας).
Η πυρηνική ενέργεια είναι πολύ χειρότερη από τα ορυκτά καύσιμα και μπορεί να καταστρέψει κυριολεκτικά την ανθρωπότητα. Τα αέρια του θερμοκηπίου που προκαλούν την αύξηση στη θερμοκρασία της γης, αν σταματήσει η έκλυσή τους, θα απορροφηθούν με φυσικές διαδικασίες μέσα σε λίγους αιώνες. Υπάρχουν και τρόποι να αντληθούν από την ατμόσφαιρα, παρόλο που (προς το παρόν τουλάχιστον) δεν είναι οικονομικά βιώσιμοι. Τα πυρηνικά απόβλητα, όμως θα παραμείνουν για εκατομμύρια χρόνια και δεν έχει βρεθεί τρόπος για την ασφαλή αποθήκευσή τους για τόσο χρόνο. Επιπλέον η διάδοση της πυρηνικής τεχνολογίας δημιουργεί κινδύνους να πέσει πυρηνικό υλικό στα χέρια τρομοκρατών (ισλαμικό κράτος λ.χ.), οργανωμένου εγκλήματος (διάφορες μαφίες) ή ασταθών κρατών και αυξάνει τον κίνδυνο για διάδοση των πυρηνικών όπλων και πυρηνικό ολοκαύτωμα.
Τι θα μπορούσε να γίνει για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα
Στη ρίζα του προβλήματος βρίσκεται η διαρκής αύξηση της ζήτησης για ενέργεια που προκαλείται από την εκθετική αύξηση της παραγωγής. Όπως λέγεται (και είναι σχεδόν ταυτολογία) σε ένα πεπερασμένο πλανήτη δεν μπορούμε να έχουμε επ’ άπειρον ανάπτυξη.
Στα οικονομικά όμως υπάρχει μια λεπτή διάκριση ανάμεσα στην έννοια της οικονομικής μεγέθυνσης και της οικονομικής ανάπτυξης. Η πρώτη είναι κυρίως ποσοτικό μέγεθος και μετριέται με λίγα ποσοτικά μεγέθη (συνήθως το εθνικό προϊόν ή το εθνικό εισόδημα) και αφορά τα υλικά αγαθά και τις υπηρεσίες ενώ η δεύτερη είναι περισσότερο ποιοτική έννοια και απαιτεί περισσότερους δείκτες (προσδόκιμο επιβίωσης, βρεφική θνησιμότητα, μορφωτικό επίπεδο πληθυσμού, αριθμός αυτοκτονιών κ.α.π.) και περιλαμβάνει γενικότερα την ευημερία. Είναι δυνατόν να μεγεθύνεται η οικονομία αλλά να μην υπάρχει ταυτόχρονα ανάλογη ανάπτυξη. Αν λ.χ. αυξηθούν τα τροχαία ή τα ατυχήματα ή αύξηση στις νοσηλείες, η αποκατάσταση των υλικών ζημιών και οι ασφαλιστικές και νομικές υπηρεσίες που απαιτούνται καταγράφονται ως αύξηση στο εθνικό προϊόν. Η ρύπανση πηγών κοντά σε μια πόλη μπορεί να απαιτεί έργα για μεταφορά νερού από μεγαλύτερη απόσταση που καταγράφονται και αυτά ως αύξηση του εθνικού προϊόντος.
Γενικότερα ένα μέρος της αύξησης του εισοδήματος μπορεί να αφορά εξουδετέρωση νέων δυσμενών καταστάσεων εξ αιτίας της οικονομικής μεγέθυνσης. Τα τελευταία χρόνια κάποιοι οικονομολόγοι (Latouche, Roegen κ.α) έχουν συγκροτήσει στα οικονομικά το επιστημονικό ρεύμα της απομεγέθυνσης (ή αποανάπτυξης, όπως εσφαλμένα έχει μεταφραστεί ο όρος decroissance ή degrowth) που υποστηρίζει μείωση της παραγωγής, με αύξηση όμως της ευημερίας μέσω της ορθολογικότερης και δικαιότερης χρήσης των φυσικών πόρων.
Για να μπορέσουν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας να είναι πραγματικά βιώσιμες θα πρέπει να μην υπάρχει αυτή η συνεχής εκθετική αύξηση και να συνδυαστούν με φειδώ στη χρήση τους. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να γίνει αυτό γιατί η σπατάλη που γίνεται σήμερα είναι τεράστια. Έχει βρεθεί ότι τα μισά περίπου τρόφιμα που παράγονται πετιούνται στα σκουπίδια χωρίς να καταναλωθούν. Ο μέσος καταναλωτής στις ανεπτυγμένες χώρες αγοράζει κάθε χρόνο πάνω από 50 κομμάτια ρουχισμού (χωρίς να περιλαμβάνονται κάλτσες και εσώρουχα), που τα περισσότερα δεν τα φοράει πάνω από 2-3 φορές και το 10% περίπου από αυτά πετιούνται χωρίς καν να πουληθούν. Τα κρυπτονομίσματα, που δεν είναι παραγωγή, ούτε συμβάλλουν κατά κανένα τρόπο στην παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών, καταναλώνουν την ηλεκτρική ενέργεια μιας χώρας με το οικονομικό μέγεθος της Ιταλίας. Ο περιορισμός της εξάπλωσης των πόλεων μπορεί να περιορίσει τις μετακινήσεις και να αυξήσει το ποσοστό που γίνεται με ποδήλατο και τα πόδια, ώστε εκτός από την δραστική μείωση της κατανάλωσης ενέργειας να βελτιωθούν και άλλοι περιβαλλοντικοί δείκτες. Ο σιδηρόδρομος μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για οικονομικότερες (αλλά και ταχύτερες και ασφαλέστερες) μετακινήσεις αντί του αυτοκινήτου, αλλά και του αεροπλάνου για σχετικά μικρές αποστάσεις. Και υπάρχουν μεγάλα περιθώρια και πολλοί άλλοι τρόποι για μείωση της σπατάλης σε κάθε τομέα.
Το ερώτημα λοιπόν είναι:
Γιατί δεν ακολουθείται αυτή η πολιτική;
Η συνεχής οικονομική μεγέθυνση είναι βασική προϋπόθεση για τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος, όπως είναι σήμερα. Χωρίς αυτή δεν θα μπορούσε να υπάρξουν πραγματικά επιτόκια. Αν σταματήσει η διαρκής αύξηση των οικονομικών μεγεθών θα υπάρξει μαζική χρεωκοπία γιατί το χρέος, όχι μόνο δεν μπορεί να αποπληρωθεί, αλλά αυξάνεται διαρκώς και παραμένει στα ίδια επίπεδα ως ποσοστό χάρις ακριβώς σε αυτή την διαρκή εκθετική αύξηση των υπόλοιπων οικονομικών μεγεθών.
Επιπλέον, για μια υπάρξει μια λύση όπως η παραπάνω θα πρέπει να υπάρξει αλλαγή κουλτούρας και αυτό που ονομάζεται στην επιστημολογία αλλαγή παραδείγματος (paradigm shift). Οι άρχουσες τάξεις, που σε κάθε κοινωνία είναι αυτές που θέτουν τις αξίες και τα πολιτιστικά πρότυπα δεν φαίνονται να είναι πρόθυμες να εγκαταλείψουν το σπάταλο τρόπο ζωής τους.
Ένας περιορισμός στη χρήση των φυσικών σε ένα καθεστώς ισότητας των πολιτών, όπως αυτό που θεωρητικά ισχύει σύμφωνα με τις φιλελεύθερες ιδεολογίες που διαμορφώθηκαν από τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, πόρων θα προϋπέθετε και μια δικαιότερη κατανομή των αγαθών. Γιατί οι ιδεολογίες αυτές επιτρέπουν την ελευθερία της οικονομικής δραστηριότητας και την απόλαυση των αγαθών που προκύπτουν από αυτή, οι φυσικοί πόροι όμως δεν προκύπτουν από την εργασία ή την οικονομική δραστηριότητα και επομένως ανήκουν εξ ίσου σε όλους. Μια παρόμοια θεωρητικοποίηση βρισκόταν και πίσω από την ηθική δικαιολόγηση του περιορισμού των προνομίων της γαιοκτησίας, η οποία θεωρείται για αυτό το λόγο και από τις περισσότερες σύγχρονες οικονομικές θεωρίες περίπου ως μία μη παραγωγική και σχεδόν παρασιτική δραστηριότητα που αξίζει να αποθαρρυνθεί μέσω της φορολογίας ή άλλων τρόπων. Όταν τα αγαθά προκύπτουν μάλλον από τη χρήση των φυσικών πόρων παρά από ότι από την εργασία (ή ότι εμφανίζεται ως εργασία – την οικονομική προσπάθεια γενικότερα), τότε η κατασπατάλησή τους από μία προνομιούχα μειονότητα δεν μπορεί να γίνει ηθικά αποδεκτή μέσα στο υπάρχον ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο. Το να χρησιμοποιούνται οι πόροι αυτοί για να κινείται κανείς με κότερα και ελικόπτερα όταν άλλοι τρώνε κατσαρίδες για να τους εξοικονομήσουν εμφανίζεται ως πρόκληση.
Η σχέση της δικτατορίας του κορονοιού με την περιβαλλοντική κρίση
Η αύξηση της παραγωγής επέτρεψε στις ελίτ να προσφέρουν τους τελευταίους δύο αιώνες σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, που ήθελαν να τις μιμηθούν όσο μπορούσαν, την ελπίδα και την ψευδαίσθηση ότι σιγά-σιγά θα φτάσουν στο σημείο να ακολουθούν τον ίδιο σπάταλο και ανέμελο τρόπο ζωής τους (αυτό που ονομάστηκε στην Αμερική με τον όρο “the american dream” – το αμερικάνικο όνειρο). Τα αλλοτριωμένα με αυτό τον τρόπο κοινωνικά στρώματα αποτελούν στηρίγματα του καθεστώτος και εξασφαλίζουν την κοινωνική νομιμοποίησή του.
Το οικονομικό σύστημα όμως που επέτρεψε αυτή την εκθετική αύξηση της παραγωγής είναι εγγενώς ασταθές, όπως μεταξύ άλλων απέδειξε η κρίση της δεκαετίας του 1930, που χρειάστηκε την άνοδο του φασισμού και τον επακόλουθο παγκόσμιο πόλεμο για να ξεπεραστεί, αλλά και οι πιο πρόσφατες αναλόγου μεγέθους οικονομικές κρίσεις του 2007 και του 2012 που συντάραξαν την παγκόσμια οικονομία. Οι διαρκείς ενδογενείς οικονομικές κρίσεις αυτούς τους δύο αιώνες έχουν αναπτύξει τρόπους να αντιμετωπίζονται, η ένταση όμως της περιβαλλοντικής κρίσης όμως δημιουργεί πρωτοφανή, εξωγενή πλέον, αποσταθεροποίηση στη διαδικασία παραγωγής που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τους τρόπους αυτούς που έχουν αναπτυχθεί εμπειρικά.
Η κρίση επομένως του οικονομικού συστήματος δημιουργεί με τη σειρά του κινδύνους για απονομιμοποίηση του καθεστώτος και συνακόλουθα των ελίτ, οι οποίες ψάχνουν τρόπους για τη διατήρηση του καθεστώτος που εγγυάται τα προνόμιά τους και τη θέση τους στην κοινωνική ιεραρχία. Σε τέτοιες περιόδους η έλλειψη νομιμοποίησης επιχειρείται να καλυφθεί από την ενίσχυση των καταπιεστικών μηχανισμών ελέγχου. Ιστορικά αυτό συνέβη στις περιόδους που επικράτησε ο φασισμός με τη στρατικοποίηση της κοινωνικής ζωής. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια σε όλο και περισσότερες χώρες τείνει να επανέλθει η στρατιωτική θητεία που είχε καταργηθεί ή μειωθεί, αφού ο πόλεμος σήμερα, επειδή είναι τελείως μηχανοποιημένος, απαιτεί εμπειρία και εξειδίκευση που δεν μπορεί να αποκτηθεί σε μια θητεία λίγων μηνών αλλά μόνο με επαγγελματική ενασχόληση.
Η δικτατορία του κορονοιού είναι μια άλλη απόπειρα να χρησιμοποιηθεί ο φόβος για το σκοπό αυτό. Ο φόβος έχει χρησιμοποιηθεί και στο παρελθόν από καθεστώτα για να εμφανιστούν ως σωτήρες και να πετύχουν την νομιμοποίησή τους – λ.χ. ο φόβος της αιώνιας καταδίκης ήταν η βάση της νομιμοποίησης των μεσαιωνικών καθεστώτων. Βλέπουμε ότι τον τελευταίο καιρό εμφανίζονται όλο και περισσότερο ως έκτακτες απειλές καταστάσεις που παλαιότερα θεωρούνταν μέρος της κανονικής ζωής, οι μέδουσες λ.χ., ή κακοκαιρίες που για το λόγο αυτό τους δίνουν και ονόματα όπως συμβαίνει με τους τυφώνες. Και η ίδια η κλιματική αλλαγή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απειλή, όμως καμία από αυτές δεν μπορεί να συγκριθεί με το φόβο που μπορεί να εμπνεύσει η αμεσότητα μιάς αρρώστιας που μπορεί να σε σκοτώσει μέσα σε λίγες μέρες.
Η κατάσταση φόβου και πανικού έγινε με τη συνδρομή των φαρμακοεταιρειών και των μηχανισμών που έχουν δημιουργήσει για την προώθηση των προϊόντων τους (δίκτυα γιατρών, πανεπιστημιακών, ινστιτούτων κλπ. – και φυσικά του ΠΟΥ τον οποίο χρηματοδοτούν) και οι οποίες κατά καιρούς ενέχονται σε παρόμοια σκάνδαλα δισεκατομμυρίων. Φυσικά όλο αυτό έγινε με το αζημίωτο για τις εταιρείες αυτές που, όχι μόνο αύξησαν αλματωδώς τις πωλήσεις και τα κέρδη τους από φάρμακα, τεστ και εμβόλια, αλλά καλύφθηκαν με αδιαφανείς και άγνωστες ακόμα συμβάσεις για οποιαδήποτε παρενέργεια που λογικά θα έπρεπε να περιμένει κανείς να έχει η μεταχείριση του παγκόσμιου πληθυσμού ως πειραματόζωα, από την οποία απεκόμισαν επιπλέον και τεχνογνωσία.
Η δικτατορία που επιβλήθηκε μέσα σε αυτό το κλίμα φόβου επέτρεψε την νομιμοποίηση και εξοικείωση του πληθυσμού με την επιβολή οποιωνδήποτε αυθαίρετων μέτρων, τα οποία για το λόγο αυτό επιλέγονταν να είναι όσο το δυνατόν πιο παράλογα. (μην κυκλοφορείς μετά από κάποια ώρα, μην τραγουδάς, τραγούδα αλλά όχι όρθιος κλπ). Το αποκορύφωμα είναι η απαίτηση για συμμόρφωση με τους αναγκαστικούς εμβολιασμούς με τα γεμάτα παρενέργειες πειραματικά αυτά «εμβόλια». Ταυτόχρονα ενισχύθηκε και το νομικό οπλοστάσιο με καινοφανείς ερμηνείες του συντάγματος και των διεθνών συνθηκών που υπονομεύουν κάθε κατάκτηση των αγώνων και των επαναστάσεων που εμπνεύστηκαν από τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό.
Η εμπειρία που αποκτήθηκε αυτά τα δύο τελευταία χρόνια από την εφαρμογή των κορονομέτρων και την τεχνολογία μαζικής παρακολούθησης και ελέγχου μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές ελιτ ώστε να μπορέσουν να μεταχειριστούν το ανθρώπινο κοπάδι (όπως έτσι το βλέπουν), ώστε να μπορέσουν να διαχειριστούν τις εξάρσεις της περιβαλλοντικής κρίσης με τρόπο που να εξασφαλίζει τα συμφέροντά τους. Ένα πρώτο δείγμα έχουμε ήδη στη Γαλλία με τα περιβαλλοντικά μέτρα στον τομέα των μεταφορών. Αντί να επιχειρήσουν, όπως επιβάλλει μια πραγματική φιλοπεριβαλλοντική πολιτική, όπως περιγράφτηκε παραπάνω, μια αναδιάρθρωση του τομέα με αύξηση των σιδηροδρομικών μετακινήσεων εις βάρος του ΙΧ αυτοκινήτου και μέτρα (πολεοδομικά και οικονομικά) για μείωση της ανάγκης μετακινήσεων, επέβαλαν μια αύξηση στην τιμή των καυσίμων αδιαφορώντας για τις συνέπειες σε μεγάλα κοινωνικά στρώματα. Το αποτέλεσμα ήταν το κίνημα των κίτρινων γιλέκων, που μπόρεσαν να περιορίσουν πιο αποτελεσματικά με τον φόβο του ιού από ότι με την βάναυση καταστολή που είχε προηγηθεί από τη δικτατορία.
Η Ελλάδα ήδη από την περασμένη δεκαετία έχει αποτελέσει πεδίο τέτοιων κοινωνικών και οικονομικών πειραματισμών χάρις στις προδοτικές κυβερνήσεις που στηρίζονται στην απογοήτευση μεγάλου μέρους των πολιτών που τους οδηγεί να μην (τις κατά)ψηφίζουν. Οι κυβερνήσεις αυτές, όπως εφάρμοσαν τα μέτρα που υπαγορεύουν τα κέντρα εξουσίας που τις ελέγχουν στην περίπτωση της διαχείρισης της κορονοιού, με τον ίδιο τρόπο εφαρμόζουν τα μέτρα διαχείρισης της περιβαλλοντικής κρίσης. Για παράδειγμα εφάρμοσαν βιαστικά την απολιγνιτοποίηση χωρίς να ζητήσουν μεταβατικές περιόδους, όπως πέτυχαν άλλα κράτη, ώστε να προλάβει να γίνει μια προετοιμασία, την οποία άλλωστε δεν ενδιαφέρονται να πραγματοποιήσουν – στον τομέα των μεταφορών λ.χ. ακολουθείται πολιτική παρόμοια με την αποτυχημένη που εφαρμόστηκε στη Γαλλία, δηλ. αύξηση στα καύσιμα και καμία αναδιάρθρωση υπέρ του σιδηροδρόμου εις βάρος των αυτοκινήτων ή μέτρα για μείωση της ανάγκης μετακινήσεων.
Συμπέρασμα
Τόσο στην περίπτωση του κορονοιού, όσο και στην περίπτωση της ανθρωπογενούς μεταβολής του κλίματος το πρόβλημα είναι υπαρκτό, αλλά η λύση που προτείνεται δεν μπορεί να το λύσει. Η διαφορά είναι ότι με τους κορονοιούς έχουμε ζήσει μαζί εκατομμύρια χρόνια εξελισσόμενοι ως είδος και το πρόβλημα είναι εύκολα διαχειρίσιμο, ενώ στην περίπτωση της περιβαλλοντικής κρίσης το πρόβλημα είναι πρωτόγνωρο. Γι’ αυτό, παρά τα φαινόμενα, όπως δείχνει η παραπάνω ανάλυση, η δικτατορία του κορονοιού στοχεύει περισσότερο σε μια προσπάθεια διαχείρισης του περιβαλλοντικού παρά του υγειονομικού προβλήματος. Ειδικότερα για τη χώρα μας, σχετίζεται και με τα δύο προβλήματα το γεγονός ότι το διαχρονικό αίτημα για εθνική ανεξαρτησία παραμένει όσο ποτέ ανεκπλήρωτο.