Του Κωστή Μουδάτσου
Καλιά να είμαι στο κλαρί, φτωχός και πεινασμένος
Παρά χορτάτος στο κλουβί και αλυσοδεμένος
Είν’ η ζωή ένα πουλί που κελαηδεί θλιμμένα
Για το θυμό και την οργή, με μάτια πονεμένα
Βάστα καρδιά μου δυνατά και το κορμί κατέχει
Κι ο νους μου ονειρεύεται τ’ άδικο δεν αντέχει
Πετώ ψηλά σαν το πουλί με κόντρα τον αέρα
Και η καρδιά μου λαχταρά να πάει παραπέρα
Σαν το πουλί στη πόρτα σου θα ‘ρθω να σε ξυπνήσω
Με το σκοπό της Ξαστεριάς θα γλυκοτραγουδήσω
Με του Μαγιού τις μυρωδιές τα ρόδα τ’ ανθισμένα
Θα τραγουδήσομε μαζί, όνειρα οργισμένα
Κοίτα μην μοιάσεις του χοχλιού που γλύφει και ξεχνιέται
Κοίτα μην μοιάσεις του λαγού που φεύγει και αρνιέται
Σαν δεν αστράψει δε βροντά κι αν δεν βροντά δε βρέχει
Κι άμα δε πέσει η βροχή, ο ποταμός δε τρέχει
Κι αν τραγουδώ δε χαίρομαι κι αν κλαίω ‘γω δε κλαίω
Το πόνο που ‘χω στη καρδιά, τραγουδιστά σου λέω
Πολιτικάντες ήρθανε όνειρα να πουλήσουν
Να κλέψουνε τη ψήφο μας να τα οικονομήσουν
Μα ‘γω το λέω μάτια μου σε τούτα τα ξεφτέρια
Τη τύχη και τη μοίρα μας, την έχουμε στα χέρια
Πάλι φυσώ και ξεφυσώ, τρελά και παθιασμένα
Κι έχω θυμό στα σπλάχνα μου και μάτια οργισμένα!
Από μικροί το άδικο το ζούμε στο πετσί μας
γιατί μας κλέβουν τ’ όνειρο και τρώνε τη ψυχή μας!
Οι πόνοι όλου του ντουνιά τρώνε τα σωθικά μου
κι οι πόνοι όλων των παιδιών μέσα εις την καρδιά μου!
Την εβδομάδα των Παθών χρόνια έχω περασει
μα Ανασταση και Ξαστεριά ο κόσμος θα γιορτάσει!