Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος μέσα από τα μάτια δύο συμπολεμιστών που δεν αντάμωσαν ποτέ!

<span>Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος μέσα από τα μάτια δύο συμπολεμιστών που δεν αντάμωσαν ποτέ!</span>

Της ιατρού Ιφιγένειας Δανοπούλου

Η διάνοιξη της στενωπού της Κλεισούρας, με αποκοπή του δημόσιου δρόμου μεταξύ 2-3 Μαρτίου 1941 από την διμοιρία σκαπανέων του 36ου Συντάγματος, με επί κεφαλής τον Νικόλαο Κωστόπουλο (ΝΚ), μπορεί – όπως κάθε ιστορικό γεγονός- να αξιολογηθεί και να κατανοηθεί, μόνον αν γνωρίζει κανείς τον τόπο, το χρόνο και τις συνθήκες τη συγκεκριμένη στιγμή που έλαβε χώρα. Έτσι μόνον θα γίνει αντιληπτή και η μεγάλη σημασία της επιχείρησης αυτής για την εξέλιξη του πολέμου, που σημάδεψε όλη την μετέπειτα ζωή του. Είναι στιγμές αυτοϋπέρβασης, που όποιος τις ζήσει δεν είναι πια ποτέ ο ίδιος και μπορούν να μεταβάλλουν ένα 26χρόνο νέο σε ώριμο άντρα γεμάτο σοφία, όπως καταδεικνύεται και από το ημερολόγιό του. Έτσι επίσης εξηγείται, ότι ο καταξιωμένος συγγραφέας Άγγελος Τερζάκης (ΑΤ), του εκφράζει σε αλληλογραφία τους τον θαυμασμό, την συγκίνηση και τον σεβασμό του για την εκτέλεση αυτής της αποστολής, που την χαρακτηρίζει ως την «μεγάλη εκείνη ώρα». Γνώριζε πολύ καλά τα γεγονότα αυτού του πολέμου, γιατί έλαβε και ο ίδιος μέρος και έγραψε βιβλίο με τίτλο «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΙΑ 1940-1941».

Στις σελίδες 166-168 περιγράφει εκτενώς την φοβερή δυσκολία κάτω από την οποία έλαβε χώρα η επιχείρηση αυτή.

ΑΚΟΥΣΤΕ σχετική ραδιοφωνική εκπομπή του Γ. Λεκάκη ΕΔΩ.

Όποιος πάρει στα χέρια του το ημερολόγιο του ΝΚ, και οποιοδήποτε άλλο ημερολόγιο του ΕΙΠ, θα πρέπει να προσπαθήσει να μεταφερθεί με τη φαντασία του στην εποχή εκείνη. Θα προσπαθήσουμε να του υπενθυμίσουμε λίγο τα γεγονότα της εποχής. Όπως αναφέρει και στην εισαγωγή του ημερολογίου του ο ΝΚ, όταν ξεκινά ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος (ΕΙΠ), έχουν ήδη προηγηθεί σημαντικότατες ανατροπές στην Ευρώπη και έχει προ πολλού ξεκινήσει ο 2ος Παγκόσμιος πόλεμος. Η Γερμανία έχει από το 1939 καταλάβει την Πολωνία και στη συνέχεια τις Σκανδιναβικές χώρες Δανία και Νορβηγία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και τη Γαλλία. Από τον Απρίλιο του 1939 η σύμμαχός της Ιταλία έχει αποβιβάσει στρατό στην Αλβανία από το λιμάνι του Αυλώνα και έχει καταλάβει εντός λίγων ημερών ολόκληρη την γειτονική μας χώρα, προωθώντας στρατεύματα προς το νότο και τα σύνορά μας. Ταυτόχρονα στέλνει στρατό στην Αίγυπτο και την Λιβύη. Αν και ο Μουσολίνι έχει δηλώσει ότι δεν θα επιτεθεί σε ουδέτερες χώρες, τόσο η ελληνική πολιτεία, όσο και οι απλοί πολίτες βλέπουν ήδη τα σύννεφα του πολέμου να πλησιάζουν, ιδίως μάλιστα μετά το 15αύγουστο του 1940 και την καταβύθιση του καταδρομικού «Έλλη» στο λιμάνι της Τήνου. Καταλάβαιναν επίσης οι Έλληνες, ότι θα ήσαν και τώρα μόνοι. Έτσι αρχίζει, για παν ενδεχόμενο, η σιωπηλή προετοιμασία και καλούνται σταδιακά οι έφεδροι σε επιστράτευση, όπως έγινε και με τον ΝΚ τον Αύγουστο του 1940. Για τον ίδιο λόγο, πριν από την έναρξη του πολέμου είχαν στρατολογηθεί κοντά στα σύνορα μας σε διάφορα σημεία της Πίνδου τμήματα ελληνικού στρατού, κυρίως από άνδρες της περιοχής, που γνώριζαν καλά όλα τα δύσβατα σημεία και μονοπάτια. Πρέπει να αναλογισθούμε πως τα ελληνικά στρατεύματα ήταν αναγκασμένα να διανύσουν μια τεράστια απόσταση μέχρι τα σύνορα, σε ένα πολύ κακοτράχαλο ορεινό έδαφος και με τον χειμώνα προ των πυλών, σε αντίθεση με τους επιτιθέμενους που είχαν έρθει με πλοία και στρατοπεδεύσει εκεί από καιρό. Τη στιγμή που ακούστηκαν οι σειρήνες στην Αθήνα, οι Ιταλοί είχαν ήδη περάσει τα ελληνικά σύνορα και ο πόλεμος είχε αρχίσει.

Ιταλικά τανκς στην Κλεισούρα.

Όταν έφθαναν στο μέτωπο οι Έλληνες στρατιώτες, είχαν ήδη διανύσει άπειρα χιλιόμετρα, είτε περπατώντας, είτε επάνω σε μουλάρια ή και σπανιότερα σε άλογα, μέσα σε δριμύτατο κρύο και περνώντας από δύσβατους ορεινούς δρόμους, δεδομένου ότι το οδικό δίκτυο δεν ήταν βέβαια όπως το ξέρουμε σήμερα.

Έτσι και ο ΝΚ έφθασε με το τραίνο μέχρι την Καλαμπάκα και από εκεί άρχισε η ατέλειωτη πορεία προς το μέτωπο. Ξεκίνησε, όπως όλοι, «με το χαμόγελο στα χείλη».

Καταδικάζει απερίφραστα αυτόν τον πόλεμο που τον θεωρεί χειρότερο από κάθε προηγούμενο και τον βλέπει σαν παραφροσύνη και ύβρη. «Μεταβαίνουμε να αλληλοφαγωθούμε. Οποία ηθική κατάπτωσις και πώρωσις της συνειδήσεως του ανθρώπου, να μη δύναται ειρηνικώς και διά της λογικής να λύῃ τας διαφοράς, αλλά να καταφεύγει εις τα όπλα», γράφει στο ημερολόγιό του. Θεώρησε όμως υπέρτατο καθήκον να υπερασπισθεί την ελευθερία του τόπου του και ένοιωθε την απόλυτη αδικία απέναντι στην χώρα του, που δεν είχε πειράξει κανέναν.

Οι ιστορικοί διαιρούν τον ΕΙΠ, που διήρκεσε συνολικά έξι μήνες, σε τρείς φάσεις. Η πρώτη φάση του ΕΙΠ ξεκίνησε από την στιγμή της κηρύξεώς του και οι εχθροπραξίες διαμείφθηκαν μέσα στο ελληνικό έδαφος, τόσο στην ξηρά όσο και από αέρος. Οι Ιταλοί είχαν στείλει ό,τι καλύτερο διέθεταν από επίλεκτες μεραρχίες αλπινιστών και υπερσύγχρονα για την εποχή αεροπλάνα. Παρ’ όλα αυτά δόθηκαν σκληρές μάχες και νικήθηκαν οριστικά στην μάχη της Πίνδου, αναγκαζόμενοι να υποχωρήσουν και να περάσουν στην Αλβανία. Ήταν μια έκβαση που δεν την είχαν φαντασθεί.

Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι στα μεσοδιαστήματα των μαχών, ο ελληνικός στρατός κάθε άλλο παρά ευχάριστα περνούσε. Έκαναν πολύωρες πορείες ακόμη και με αφόρητο κρύο, ζώντας συχνά σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης, με πόδια συνεχώς βρεγμένα. Κουβαλούσαν δυσβάσταχτα βάρη στις πλάτες τους ή και κάποιοι άτυχοι – οι αποκαλούμενοι « ημιονηγοί»- σέρνοντας με μεγάλη δυσκολία παραφορτωμένα μουλάρια. Όπως αναφέρει και ο ΝΚ, συχνότατα διανυκτέρευαν σε σπήλαια (που είναι πολλά στα βουνά της περιοχής), ή σε χαρακώματα για να γλιτώσουν από βομβαρδισμούς. Γράφει στις 31.12.1940: «Αλλεπάλληλαι αεροπορικαί επιδρομαί. Έρπομεν εντός σπηλαίου» και την 1.1.1941: «Μεταβαίνω εις άλλο σπήλαιο, κάναμε Πρωτοχρονιά εντός κατακομβών..» Συχνά διανυκτερεύουν ακόμη και επάνω στο χιόνι. Γράφει: «τι να κάνουν τα καημένα τα παιδιά, που μένουν αδιάκοπα πάνω στο χιόνι, πού να στεγνώσουν; Γιαυτό ο περισσότερος στρατός πάσχει από κρυοπαγήματα».

Στην δεύτερη φάση του πολέμου, που ξεκινά από τις αρχές Νοεμβρίου του 1940 και διαδραματίζεται πλέον σε αλβανικό έδαφος, ο στρατός μας προσπάθησε να διατηρήσει τα κεκτημένα, αλλά και να σπρώξει τον εχθρό όσο μακρύτερα μπορούσε από τα σύνορά μας. Κατέλαβε σταδιακά τα κομβικά σημεία της Χειμάρρας, του Αργυροκάστρου και της Κορυτσάς. Έτσι, δυσκολεύουν πλέον τα πράγματα για τον ιταλικό στρατό —που ανεφοδιαζόταν από το λιμάνι του Αυλώνα – αφού του αποκλειόταν η ομαλότερη πρόσβαση προς τα σύνορά μας από τα βορειοδυτικά, που βρισκόταν τώρα υπό τον έλεγχο του ελληνικού στρατού. Υποχρεωτικά στράφηκαν ανατολικότερα, όπου όλη η περιοχή είναι ορεινή. Δεδομένου ότι μετακινούνται με στρατιωτικά αυτοκίνητα και διαθέτουν και τανκς – σε αντίθεση με τον ελληνικό στρατό που τα στερείται – η μετακίνηση τους με αυτά τα μέσα καθίσταται αδύνατη επάνω στα βουνά. Εν τω μεταξύ, είχε αρχίσει πλέον βαρύτατος χειμώνας, με έντονη βροχόπτωση, χιονοθύελλες και πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, που δυσκόλευαν και για τις δύο πλευρές τις πολεμικές επιχειρήσεις. Οι πορείες εξαντλητικές, ο ανεφοδιασμός σε τρόφιμα δύσκολος, οι περιοχές απόκρημνες και δύσβατες. Γράφει ο ΑΤ: «Πορεία εξαντλητική και απάνθρωπη… Δεν είναι πόλεμος όπως οι άλλοι, είναι μαρτύριο, πάλη με φυσικά στοιχεία, τέντωμα υπεράνθρωπο, θυσία καθημερινή. Αναπαύονται σε κορυφογραμμές απρόσιτες. Ο στρατός έγινε κάτι σαν όραμα στοιχειωμένο από βαρυποινίτες του Άδη, σαν να βλέπεις λείψανα να πορεύονται…».

Η ορεινή περιοχή όπου διαδραματίζονται πλέον οι πολεμικές επιχειρήσεις… διασχίζεται δυτικά από τον ποταμό Δρίνο, πλησίον του Αργυροκάστρου και ανατολικά από τον Αώο.Τα οροπέδια, που αναφέρονται με τον όρο «ύψωμα» και δίπλα κάποιον αριθμό, (που δηλώνει το ύψος τους σε μέτρα), όπως π.χ. το θρυλικό Ύψωμα 731 και το ύψωμα 370, που τόσο συχνά αναφέρει ο ΝΚ, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον ΕΙΠ, γιατί ήσαν κομβικά σημεία, αποτελώντας φρούρια και παρατηρητήρια.

Γράφει ο ΑΤ στην «Εποποιία» του: «Μέσα σε πολύ κρύο και πυκνότατη ομίχλη πάρθηκε το Ύψωμα 1532. Πάνω εκεί το απομεσήμερο βρίσκονται Έλληνες και Ιταλοί λογχισμένοι μεταξύ τους, ολόρθιοι ακόμη. Η παγωνιά τους είχε κρουσταλλιάσει σε συμπλέγματα». Οι απωλειες εκείνη την περίοδο από κρυοπαγήματα ξεπερνούν σε αριθμό τις απώλειες στα πεδία των μαχών!

Οι δυο παράλληλοι ποταμοί, με τις απόκρημνες οροσειρές ανάμεσά τους, σχηματίζουν ένα νοητό κεφαλαίο Η που η οριζόντια γραμμή του αναμεσά στις παράλληλες κάθετες, σηματοδοτεί το μοναδικό στενό πέρασμα (διάσελο) ανάμεσά στις τεράστιες ορεινές μάζες. Από την στενωπό αυτή περνά ο δημόσιος δρόμος, που στην αριστερή (δυτική) πλευρά του βρίσκεται το Τεπελένι και στην δεξιά (ανατολική) η Κλεισούρα, μια μικρή πολίχνη αλλά σε θέση – κλειδί, γιατί είναι η πύλη που οδηγεί κατευθείαν στα σύνορά μας και τα Ιωάννινα. Έτσι εξηγείται γιατί οι προσπάθειες όλων στρέφονται στα δύο αυτά σημεία. Έγιναν αρκετές απόπειρες από τον ελληνικό στρατό να καταληφθεί το Τεπελένι, ώστε να αποκλείσουν την είσοδο της στενωπού από δυτικά, χωρίς τελικά να το κατορθώσουν. Ωστόσο, μετά από μεγάλη προσπάθεια επί αρκετές εβδομάδες και συνεχείς βομβαρδισμούς από τους Ιταλούς, καταλήφθηκε η Κλεισούρα στις 9 Ιανουαρίου 1941. «Αρκεί μόνον να σας ειπώ, ότι σήμερα παρατηρώ σε κάθε μέτρο και μία οπή μεγάλη προξένηθείσα από βόμβες» θα γράψει αργότερα ο ΝΚ όταν αντίκρυσε την Κλεισούρα για πρώτη φορά.

Πλησιάζοντας προς το τέλος της μακράς αυτής περιόδου, με τον στρατό καθηλωμένο ύστερα από 4 μήνες του πολέμου – που εισέρχεται πλέον στη τρίτη και τελευταία φάση του – η Ιταλική πλευρά αρχίζει να ανησυχεί. Η εκστρατεία αυτή, την οποία η ιταλική ηγεσία είχε χαρακτηρίσει στο ξεκίνημα της ως piccolo guerini (μικρό πολεμάκο), ισχυριζόμενη πως θα αρκούσαν 2-3 ημέρες για να προχωρήσουν μέχρι την κατάληψη της Αθήνας, είχε πλέον φθάσει σε πλήρες αδιέξοδο και αντί για δόξα κατήντησε εφιάλτης. Ο Μουσολίνι, σε συνεννόηση με τον Χίτλερ που ανυπομονεί, αποφασίζει να στείλει τις πιο επίλεκτες δυνάμεις του και να έρθει και ο ίδιος στο μέτωπο του πολέμου, υποσχόμενος μια μεγάλη νίκη στους Γερμανούς συμμάχους του. Η επιχείρηση αυτή ονομάσθηκε στην ιστορία Μεγάλη Εαρινή Επίθεση (επιχείρηση Pimavera). Ξεκίνησε στις 9 Μαρτίου του 1941 και σημάδεψε την τελευταία αυτή φάση του ΕΙΠ με σφοδρότατες και πολύνεκρες μάχες στα οροπέδια. Διήρκεσε περίπου 15 ημέρες και έληξε με ολοκληρωτική ήττα των Ιταλών.

Όταν πλησίαζε η δραματικότερη αυτή φάση του ΕΙΠ, με τους Έλληνες να κατέχουν τις περιοχές που προαναφέραμε, ο ΝΚ με τους συμπολεμιστές του είχαν στρατοπεδεύσει κοντά στην κατεστραμμένη από τους βομβαρδισμούς Πρεμετή, νότια της Κλεισούρας. Στην στενωπό βρίσκονται ήδη ιταλικές δυνάμεις με τανκς και πεζικό. Η ελληνική πλευρά ξέρει πόσο σημαντικό είναι να ελέγχεται το σημείο αυτό, τόσο για ανεφοδιασμό τους όσο και για την ανακοπή της πορείας των εχθρικών στρατευμάτων προς το νότο και τα ελληνικά σύνορα. Λίγο πριν ξεκινήσει η Μεγάλη Εαρινή επίθεση, τη νύχτα της 23 Φεβρουαρίου, ο ΝΚ παίρνει εντολή να πάει άμεσα με την μονάδα του στην χιονισμένη Κλεισούρα. «Πάντες την Κλεισούρα θεωρούμε ως τάφον διότι διαρκώς σφυροκοπείται» γράφει. Φθάνουν νύχτα και οι ταλαιπωρημένοι άνδρες του αναγκάζονται να κοιμηθούν στο χιόνι, επάνω σε βράχια.

Όταν ξημερώνει την επόμενη μέρα γράφει: «οι οβίδες σφυρίζουν από επάνω μας και δεν γνωρίζουμε ποιά θα είναι εκείνη στην οποία είναι γραμμένο το όνομά μας». Εκεί, μετά από λίγες μέρες, ο ΝΚ παίρνει το βράδυ της 1ης Μαρτίου διαταγή: αφού καταλάβουν μαζί με ομάδες του πεζικού και πυροβολικού το ύψωμα 370, να κατέβει με τους άνδρες της διμοιρίας του στην στενωπό και να ανοίξουν στον δημόσιο δρόμο μία αντιαρματική τάφρο μήκους 7 και βάθους 3 μ. Η διαταγή είναι σαφής. Θα δουλεύουν ασταμάτητα μέχρι να ολοκληρώσουν το έργο πάσει θυσία, ακόμη και αν δεν γυρίσει ούτε ένας ζωντανός. Ήταν μια επιχείρηση θανάτου. Η πορεία γίνεται μέσα από 1,5 μ. χιόνι, σε περιοχή κατηφορική, γεμάτη χαράδρες και δύσβατα μονοπάτια. Περπατούν όλην τη νύχτα στο σκοτάδι κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Γράφει ΝΚ: «αφού τέλος ητοιμάσθημεν και το ελάβομεν πλέον υπόψιν ότι έφθασε το τέλος μας, αψηφούσαμε το πάν». Όχι, δεν πήγαιναν για να πεθάνουν αλλά έπαψε πλέον να τους απασχολεί το αν θα πεθάνουν!! Όμως «μωραίνει Κύριος όν βούλεται απωλέσαι», και, ώ του θαύματος, δεν έγιναν αντιληπτοί από τους Ιταλούς γύρω τους, ακόμη και όταν ξημέρωσε και δούλεψαν με το φως της μέρας μπροστά στα μάτια τους… Συνέχισαν ασταμάτητα γύρω στις 27 ώρες και το έργο τελείωσε στις 11 μμ τη νύχτα της 3ης Μαρτίου. Ο δημόσιος δρόμος είχε πλέον αποκοπεί σε μήκος 9 χιλιομέτρων. Ο επί κεφαλής της επίλεκτης ιταλικής μεραρχίας Τζούλια στρατηγός Τζιρότι χαρακτήρισε την επιχείρηση ως «πραγματικόν όνειδος» για τον στρατό τους.

Φυσικά, ούτε λόγος για ανάπαυση μετά την υπεράνθρωπη προσπάθεια. Έπρεπε να τρέχουν τις επόμενες ημέρες να φυλάνε το ύψωμα 370, αλλά και σε άλλες αποστολές, αφού ήταν η αρχή της μεγάλης επίθεσης που ξεκίνησε με την αρχή της άνοιξης αλλά και με έντονο κρύο. Έως τις 19 Μαρτίου υφίστανται σφοδρότατους βομβαρδισμούς. Γράφει ο Ν.Κ: «Νομίζει κανείς ότι βρισκόμαστε στα τάρταρα του Άδου, ότι βρυχώνται εκατομμύρια αγρίων θηρίων προερχόμενα από τα έγκατα της γης» και τελικά: «φαίνεται ότι ο Ντούτσε χάνει και το τελευταίο του ατού». Το αρχικό σχέδιο της μεγαλύτερης αυτής επίθεσης του ΕΙΠ, ήταν η προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων προς το νότο, μετά από καταλήψη της στενωπού της Κλεισούρας σε όλο της το μήκος, και περνώντας από Πρεμετή κάθοδος προς τα ελληνικά σύνορά και τα Ιωαννινα. Όμως, αυτό το κατέστησε πλέον αδύνατον, ανατρέποντάς τους τα σχέδια, μια μικρή ομάδα γενναίων ανθρώπων, με επικεφαλής τον έφεδρο ανθυπόλοχαγό Ν. Κωστόπουλο. Τι σύμπτωση ο πατέρας αυτού του νεαρού ανθυπολοχαγού να έχει το όνομα Λεωνίδας και η μητέρα του Αρετη! Οι μάχες γίνονται πλέον αναγκαστικά στα ορεινά και δυσκολεύουν πολύ. Όλη η περιοχή σφυροκοπείται άγρια. Το Ύψωμα 731 βομβαρδίζεται 17 φορές και γίνεται «κρανίου τόπος», βυθίζεται κατά 5 μέτρα και το ύψος του είναι πλέον 726. Οι απώλειες είναι τεράστιες. Ο ηρωικός λοχαγός Κασλάς, εμψυχώνει τους καταταλαιπωρημένους μαχητές και τους διατάζει να μην υποχωρήσουν έστω και εάν δεν μείνει κανείς ζωντανός. Γράφει ο Τερζάκης για τους Έλληνες στρατιώτες που βρίσκονται στο μαρτυρικό 731: «Εκείνοι που στέκονται γαντζωμένοι εκεί, μες τη νύχτα δεν έμοιαζαν πια με στρατό, δεν έμοιαζαν με πλάσματα ανθρώπινα. Είναι κάτι σκέλεθρα ντυμένα με κουρέλια, επιδέσμους, φαντάσματα μαυριδερά κι αγριεμένα». Όμως αντιστέκονται γιατί πρέπει να υπερασπισθούν τους ανθρώπους τους, που άφησαν πίσω στην πατρίδα, με κάθε θυσία. Παρά την απίστευτη υπεροχή τους, οι Ιταλοί τελικά δεν καταφέρνουν τίποτα και η προσπάθειά τους αποτυγχάνει εντελώς.

Αξιοσημείωτο είναι πόσο συχνά, τόσο ο ΝΚ όσο και ο ΑΤ αναφέρονται στον «Αδη» όπως σε χορικά τραγωδίας, όταν εξιστορούν στις περιγραφές τους τα μαρτυρία του ελληνικού στρατού. Ακόμη πιο αξιοσημείωτο είναι ότι πολλά χρόνια αργότερα, το 2018, ο χαρισματικός σκηνοθέτης και ηθοποιός Άρης Μπινιάρης, που έγραψε ο ίδιος τα κείμενα του για το έργο «Ύψωμα 731», ξεκινά την παράστασή του στο θέατρο Πορεία αρχίζοντας με τα λόγια: «Έτσι τους βρήκαν στο Ύψωμα οι Ιταλοί. 731 μ. πάνω από τη γη, 731 μέτρα πάνω από τον Άδη»…

Ο Μουσολίνι (που είχε εγκατασταθεί στο παρατηρητήριο του στο Ύψωμα Καμάριτ), φεύγει για την Ιταλία απογοητευμένος και εξοργισμένος στις 22 Μαρτίου, ημέρα που σηματοδοτεί στην ουσία και το άδοξο τέλος της επιχείρησης.Ήδη στις 19 Μαρτίου η διμοιρία του ΝΚ έχει πάρει εντολή να πορευθεί νοτιότερα. Εν τω μεταξύ όλο και κάτι ακούνε για πιθανή εμπλοκή της Γερμανίας…

Ήταν ο μήνας Απρίλης. Όλοι αισθάνονται την έλευση της άνοιξης και την αναφέρουν ο καθένας με τον δικό του τρόπο του πολέμου. «Το χελιδόνι έψαχνε να βρει δέντρο απελέκητο από τον πόλεμο», με τα λόγια του Τερζάκη. «Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή» με τα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη, που ήταν επίσης παρών στο μέτωπο. Νοσταλγία στα λόγια του ΝΚ, που απολαμβάνει την λιακάδα όταν βλέπει την κοιλάδα του Αώου από ψηλά: «πόσο θα απολάμβανα αυτά τα τοπία αν ήταν ειρηνικά. Τώρα παντού ενσπείρεται ο θάνατος και το σκότος..» Και τελικά έρχεται η είδηση στις 6 Απριλίου. Γράφε ο ΝΚ : «Απόγευμα πληροφορούμεθα ότι και η ετέρα Αυτοκρατορία 80 εκατομμυρίων, η Γερμάνια, μας κήρυξε και αυτή τον πόλεμον κατά της μικράς Ελλάδος…Αίσχος διά λαόν ονομαζόμενον πολιτισμένον! Πώς θα δικαιολογηθεί εν τω μέλλοντι, εν τη ιστορία, η επίθεσις άνευ λόγου δύο αυτοκρατοριών κατά της μικράς αλλ’ ενδόξου Ελλάδος;». Και ξάφνου ακούγεται το σύνθημα: «Υποχώρηση»! Δεν πιστεύουν στα αυτιά τους αυτοί, που κατάφεραν να νικήσουν με τόσες υπεράνθρωπες θυσίες, να παίρνουν ξαφνικά την εντολή να υποχωρήσουν. Πού ακούστηκε οι νικητές να υποχωρούν και να φεύγουν σαν ηττημένοι; Άλλοι αυτοκτονούν, άλλοι κλαίνε … Και αρχίζουν τα τελευταία και χειρότερα πάθη του Στρατού μας, που συμπίπτουν με την Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα. Ανήμερα το Πάσχα γίνονται ακατάπαυστα ανηλεείς βομβαρδισμοί.: «Ω Πάσχα το Μέγα!, Πάσχα Κυρίου Πάσχα. Η σημερινή μέρα είναι φοβερή και απαίσια.

Η πραγματική κόλασις είναι παράδεισος μπροστά στη σημερινή ημέρα. Είναι αδύνατον να σου περιγράψω και να αισθανθείς το πώς περάσαμε σήμερα..» γράφει ο ΝΚ. Λίγες ώρες μετά ακούγεται η λέξη «Συνθηκολόγηση». Ακόμη και τότε, για πολλές ώρες συνεχίζονται οι σφοδροί βομβαρδισμοί!

Σωστή Οδύσσεια και ο γυρισμός. Φθάνοντας στα ελληνικά σύνορα, με συγκίνηση ο ΝΚ μελετά τους νεκρούς συντρόφους τους που αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω: «πόσο θα κλαίνε οι νεκροί μας που τους αφήνουμε μόνους, να τους πατήσουν βέβηλα πόδια». Προχωρούν, άοπλοι πλέον, και φοβούμενοι μήπως πιαστούν αιχμάλωτοι.

Στην Ελλάδα πιά, εξαντλημένοι, νηστικοί και κατάκοποι από την ατελείωτη πορεία, οι μαρτυρικοί αυτοί νικητές που αναγκάζονται να υποδύονται τους ηττημένους, προσπαθούν να βρουν τρόπο να φθάσουν στα σπίτια τους. Περνούν όπως – όπως τα ποτάμια και κάποιοι που δεν ξέρουν κολύμπι πνίγονται. Κοιμούνται στο δρόμο, όπου βρουν, μέχρι να φτάσουν μετά από πολλά βάσανα στο σπίτι, στις οικογένειές τους που τους περιμένουν με λαχτάρα. Η ανυπομονησία τους να δουν τα αγαπημένα πρόσωπα είναι μεγάλη όσο πλησιάζουν.

Είναι Πρωτομαγιά και η ζωή γλυκιά, παρόλο το μαρτύριο. Μαζεύουν αγριολούλουδα, στολίζονται. Ξάφνου συναντούν μια άγνωστή τους γυναίκα, μητέρα στρατιώτη, που ρωτά εναγωνίως μήπως είδανε το γιό της…Συγκινούνται βαθύτατα.

Πάντοτε, τόσο στον εξωτερικό όσο και στον αόρατο κόσμο, μέσα τους υπάρχει μια Μητέρα όλων, είτε τη λένε Πατρίδα, είτε Θεά, είτε Παναγία, που πονά για τα παιδιά της. «Μητέρα Μεγαλοψυχη στον πόνο και στη Δόξα», όπως την ανέφερε μια άλλη άνοιξη, ο ποιητής των «Ελεύθερων Πολιορκημένων».

Όταν επί τέλους φθάνουν και συναντούν τους δικούς τους, είναι τόσο αλλαγμένοι, που πολλούς δεν τους αναγνωρίζουν ούτε καν οι μάνες και τα αδέλφια τους, όπως έγινε και με τον ΝΚ. Η σκληρή αλήθεια είναι πως όσο μεγάλη και αν είναι η αγάπη τους, μόνον αυτοί που συν-πολεμούσαν μπορούν να καταλάβουν αυτά που έζησαν.

Όταν όμως γίνεται η αναγνώριση, η χαρά είναι μεγάλη που γυρίζουν «ζωντανοί και αρτιμελείς», όπως γράφει κλείνοντας το ημερολόγιό του ο ΝΚ και εύχεται να βρουν τώρα όλοι το κουράγιο και την «ιώβεια υπομονή» που θα χρειαστούν για να αντιμετωπίσουν τις δύσκολες και μαύρες μέρες της κατοχής που είναι μπροστά τους.

Έχοντας διαβάσει το ημερολόγιό του ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να είναι σίγουρος ότι το κουράγιο δεν τους έλειψε.

Ας μνημονεύσουμε τελειώνοντας τα λόγια με τα οποία κλείνει ο Άγγελος Τερζάκης την «Εποποιία» του: «Το 1940-1941 γίνεται ανάμεσα στη λιτότητα και το στόμφο, τη φιλοπατρία και τον Ιμπεριαλισμό. Η 28η Οκτωβρίου 1940 προβάλλει στη σκηνή της ιστορίας ένα αγώνα γενικότερο μιας φυλής ανθρώπων: Αυτής που προσδιορίζεται από το πάθος της Ελευθερίας. Πέρα από τον πάταγο των αυτοκρατοριών που γκρεμίζονται μέσα στον αποκαμωμένο κόσμο, λιανό και κρυστάλλινο, ερημικό και άτρεμο, το εγερτήριο που σήμανε η σάλπιγγα πάνω στον ελληνικό βράχο μια φθινοπωρινή αυγή».

Ας είναι ελαφρό το χώμα που τους σκεπάζει

(*) Η αλληλογραφία των δυο ανδρών ξεκίνησε 1972, όταν ο Ν. Κωστόπουλος διάβασε στο τεύχος του «Ταχυδρόμου» της 27 Οκτωβρίου άρθρο, αναφερόμενο σε απόσπασμα του βιβλίου του Άγγελου Τερζάκη, που περιγράφει λεπτομερώς την διάνοιξη της στενωπού της Κλεισούρας τον Μάρτιο 1941. Οι δύο επιστολογράφοι δεν συναντήθηκαν ποτέ όπως το επιθυμούσαν, διότι λίγο αργότερα, ο Ν. Κωστόπουλος αντιμετώπισε προβλήματα υγείας και πέθανε τον Μάρτιο 1974, σε ηλικία 60 ετών. Κατά το διάστημα αυτό είχαν συχνές τηλεφωνικές επικοινωνίες. Για τον ίδιο λόγο δεν πρόλαβε να εκδώσει το Χρονικό της επιχείρησης στην Κλεισούρα, όπως το σχεδίαζε, πράγμα που έγινε πρόσφατα από την κόρη του. Ο Άγγελος Τερζάκης έφυγε από τη ζωή πέντε χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 1979.

ΠΗΓΕΣΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 26.9.2022.

– Κωστόπουλος Νικόλαος “Ημερολόγιον Πολέμου, 28 Οκτωβρίου 1940 έως 5 Μαΐου 1941″, εκδόσεις Αρχείο, Νοέμβριος 2019.

– Τερζάκης Άγγελος “Ελληνική Εποποιία 1940 – 1941″, έκδοση ΓΕΣ, 1964.

– ΓΕΣ / Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού “Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, Χειμεριναί Επιχειρήσεις”, Αθήνα, 1966.

Leave a Comment