Η ΑΔΡΑΝΕΙΑ (ΠΑΘΗΤΙΚΟΤΗΤΑ) ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Καθημερινά πληθαίνουν τα περιστατικά βίας και επιθετικότητας των ανήλικων παιδιών, που έρχονται στο φως. Πιθανόν και πολλά άλλα περιστατικά, να αποσιωπούνται. Αναρωτιόμαστε γιατί υπάρχουν τόσο περιστατικά; Τι φταίει; Υπήρχαν και παλιότερα και δεν τα μαθαίναμε;
Η βία και επιθετικότητα που εκφράζουν τα ανήλικα παιδιά, έχει διάφορες μορφές. Προπηλακισμοί, απειλές, εκβιασμοί, ξυλοδαρμοί, κλοπές και χρήση αιχμηρών αντικειμένων.
Η πιο συνηθισμένη πρακτική αφορά σε ομάδες ανήλικων παιδιών, συνήθως των 3-4 ατόμων, που επιτίθενται σε άλλα παιδιά, με σκοπό να νιώσουν δυνατοί, ατρόμητοι και παντοδύναμοι. Θέλουν να δείξουν ότι κανείς δεν τους αντιστέκεται και μπορούν να κάνουν τα πάντα. Νιώθουν δυνατοί και κανείς δεν τους σταματά. Αλήθεια, ποιος θα τους σταματήσει; Η κοινωνία που αδιαφορεί και περιορίζεται στο «παιδιά είναι», ή η κοινωνία που παρακολουθεί αδρανής και αδιάφορη να επέμβει;
Το ανήλικο παιδί που ασκεί βία απέναντι σε ένα άλλο ανήλικο παιδί, αποκτά κύρος και αξία, γίνεται το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, τον ζηλεύουν και αναζητούν την παρέα του. Έτσι, δημιουργούνται ομάδες ανήλικων παιδιών που παράγουν και αναπαράγουν βία, εντάσσουν ολοένα και άλλα μέλη και στιγματίζονται ως παραβατικοί και κακά παιδιά, που πραγματοποιούν αξιόποινες πράξεις.
Τα ανήλικα παιδιά επιτίθενται γιατί νιώθουν πόνο και φόβο. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων πρόκειται για παιδιά που δεν έχει ουσιαστικά ασχοληθεί κάποιος μαζί τους. Ακόμα κι αν αποτελούν μέλη μιας «σωστής» οικογένειας, δεν τους έχει ακούσει κάποιος, δεν έχουν λάβει οι ενήλικοι σοβαρά τα μηνύματα που τους έχουν δώσει, δεν τους έχει δοθεί χρόνος πολύτιμος και ποιοτικός, ώστε να αισθανθούν ότι αξίζουν. Γίνονται επιθετικοί, για να τους ακούσει και να ασχοληθεί κάποιος μαζί τους, ακόμα κι αν αυτό γίνεται με λάθος τρόπο.
Το ίδιο αυτό παιδί έχει βιώσει τη λεκτική, ψυχολογική, σωματική και συναισθηματική βία και επιθετικότητα, όταν αφέθηκε μόνο του, να επιλύσει τα επώδυνα συναισθήματά του και τις ανησυχίες του, όταν ένιωσε μόνο και αβοήθητο, χωρίς να μπορεί να διαχειριστεί την αγωνία της μοναξιάς του και το φόβο που τη συνοδεύει και την αδιαφορία στις ανάγκες που είχε. Είναι ένα ανήλικο παιδί πληγωμένο, που αισθάνεται ότι δεν είναι άξιο να αγαπηθεί και να ασχοληθεί κανείς μαζί του, ότι δεν είναι καλό σε τίποτα. Επιτίθεται στην κοινωνία-άτομο που δεν το έχει εμπεριέξει, στηρίξει και προστατεύσει. Νιώθει φόβο και ότι είναι ευάλωτο, γνωρίζοντας τις αδυναμίες του. Επιτίθεται στην κοινωνία-ανήλικο άτομο που δεν αφουγκράστηκε τις αδυναμίες του, τις ανάγκες του, τις επιθυμίες του, που δεν άκουσε το αίτημα βοήθειας που της έχει απευθύνει.
Η κοινωνία παρακολουθεί ανήμπορη να αντιδράσει, αδύναμη να εκφράσει άποψη και στάση. Αυτή είναι μια άλλη μορφή επιθετικότητας που το ανήλικο άτομο την προσλαμβάνει ως αδιαφορία, συναίνεση και αποδοχή στις ενέργειες του.
Το κενό της άπραγης κοινωνίας καλύπτεται από το δικαστικό σύστημα και τη νομοθεσία, η οποία παρεμβαίνει και οδηγεί τα νεαρά ανήλικα άτομα ενώπιον της δικαιοσύνης, για να απολογηθούν για τις πράξεις τους. Πρόκειται για άλλη μια μορφή επιθετικότητας, καθώς τα άτομα αυτά ως συνέπεια των πράξεών τους θα προτιμούσαν μια άλλη μορφή παρέμβασης, πιο διαπροσωπική και ουσιαστική, η οποία να αποπνέει αγάπη, ζεστασιά και ειλικρινή προσέγγιση και όχι ένα αυστηρό, απρόσωπο, σκληρό σύστημα που έρχεται να τιμωρήσει.